ισχύς

ισχύς
(-ύος) η
1) потенция, потенциал, сила; мощь, мощность;

οικονομική ισχύς — а) экономическая мощь; — б) экономический потенциал;

η πολιτική της ισχύος — политика с позиции силы;

στερεώνω την ισχύ — крепить мощь;

2) влияние, могущество;
3) юр. действие, действительность; законность, сила;

ισχύς του εγγράφου — сила, действительность документа;

τίθεμαι εν ισχύϊ — войти в силу;

η ισχ τού νόμου αρχίζει από... — закон вступает в силу с...;

θέτω σε ισχύ — вводить в действие (договор, соглашение);

αναδρομική ισχύς τού νόμου — обратная сила закона;

4) физ. мощность;

κινητήρας ( — или γεννήτρια) μεγάλης ισχύος — мощный двигатель;

ηλεκτροσταθμός ισχύος πεντακοσίων κιλοβάτ — электростанция мощностью в пятьсот киловатт


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ισχύς" в других словарях:

  • ισχύς — Η ποσότητα της ενέργειας που παράγεται ή απορροφάται από ένα σύστημα στη μονάδα του χρόνου· ειδικότερα, η ι. ενός κινητήρα είναι η ποσότητα του έργου που αυτός παράγει στη μονάδα του χρόνου. Ως προς την κίνηση, η ι. ενός κινητήρα συνήθως… …   Dictionary of Greek

  • ισχύς — η γεν. ύος 1. δύναμη: Ισχύς του σώματος. – Ισχύς του έθνους. 2. δύναμη επιβολής, επιρροή: Δεν έχει καμία ισχύ στον υπουργό. 3. νομικό κύρος: Το συμβόλαιο αυτό δεν έχει ισχύ. – Τέθηκε σε ισχύ ο νόμος. 4. φυσικό μέγεθος που εκφράζει το έργο που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχύς — ἰσχύ̱ς , ἰσχύς strength fem acc pl ἰσχύς strength fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυς — Ἴσχῡς , Ἴσχυς masc/fem acc pl Ἴσχυς masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύας — ἰσχύς strength fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύες — ἰσχύς strength fem nom/voc pl ἰσχύ̱ε̄ς , ἰσχύω to be strong pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύν — ἰσχύς strength fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύος — ἰσχύς strength fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἰσχύων — Ἴσχυς gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰσχύων — ἰσχύς strength fem gen pl ἰσχύ̱ων , ἰσχύω to be strong pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἴσχυε — Ἴσχυς nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»